- κουβαρντοσύνη
- και κουβαρδοσύνη και χουβαρντοσύνη, η [κουβαρντάς]γενναιοδωρία, απλοχεριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβερτοσύνη — η [αβέρτος] 1. ειλικρίνεια, ανυστεροβουλία 2. ευπροσηγορία, προθυμία 3. απλοχεριά, κουβαρντοσύνη … Dictionary of Greek
κουβαρδοσύνη — η βλ. κουβαρντοσύνη … Dictionary of Greek